φασιανικός

φασιανικός
-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασιανό
2. (στους κωμ.) συκοφαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασιανός. Η σημ. «συκοφαντικός» με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”